Dictionary of Greek. 2013.
ὑπερπαθῶς — ὑπερπαθής grievous adverbial (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπερπαθής — ές, ΜΑ πάρα πολύ λυπημένος. επίρρ... ὑπερπαθῶς Μ με υπερπαθή τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + παθής (< πάθος), πρβλ. περι παθής] … Dictionary of Greek